ΞΕΝΗ ΜΑΤΙΑ ΣΕ ΝΤΟΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Πρόλογος του Ράμι Σαάρι



Ως ποιητής, μεταφραστής, υπήκοος τριών κρατών και Διδάκτωρ Σημιτικής και  Φιννοουγγρικής Γλωσσολογίας, αυτό το βιβλίο αμέσως μου ξύπνησε μεγάλο ενδιαφέρον. Αφού το διάβασα μερικές φορές, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ πως, άσχετα με τη δική μου προσωπικότητα και με τα δικά μου προσόντα, είναι ένα βιβλίο που κάλλιστα μπορεί να ενδιαφέρει κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδα, αλλά γενικότερα κάθε άνθρωπο που ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό. Ήδη, διαβάζοντας αυτό το συναρπαστικό έργο, την πρώτη φορά αντιλήφθηκα ότι δεν είναι ένα έργο που ασχολείται μόνο με ένα πολιτισμικό θέμα, αλλά διατηρώντας την ανθρωπιά προσπαθεί – και τις περισσότερες φορές τα καταφέρνει – να καλύπτει με βαθιά σκέψη πολλούς διαφορετικούς τομείς. Σε αυτούς τους τομείς συγκαταλέγονται, για παράδειγμα, η φιλοσοφία, η γλωσσολογία, η ανθρωπολογία, η θεολογία, η πολιτική, η ψυχολογία, ακόμα και η οικονομία.

Βασιζόμενος στην προσωπική μου εμπειρία, έπειτα από τριάντα χρόνια σε ακαδημαϊκά ιδρύματα διάφορων χωρών, δηλώνω ειλικρινά πως, κατά τη γνώμη μου, οποιοσδήποτε μπορεί να μάθει πάμπολλα καινούρια πράγματα από τον «τριάλογο»  που περιγράφεται σε αυτό το βιβλίο. Ο λόγος δεν είναι μόνο οι άφθονοι τομείς με τους οποίους ασχολούνται οι συζητούντες, αλλά επίσης ο τρόπος επικοινωνίας τους αντιτίθεται με τον τρόπο επικοινωνίας που συναντάμε συχνά, όπου οι δήθεν θεωρητικές συγκρούσεις έχουν στην πράξη λόγους που προέρχονται από συμπλέγματα κατωτερότητας, ναρκισσισμό και εγωισμό. Στο βιβλίο του Δημήτρη Παππά η ανασφάλεια μέσα στις συζήτησεις πολλές φορές προκαλεί τη συχνή ερώτηση ή αντερώτηση  «συμφωνείς;», «έχω δίκιο;», «διαφωνείς;», «δεν έχω δίκιο;» και τα λοιπά. Αυτό το πράγμα σχεδόν λείπει από την καθημερινή ακαδημαϊκή ζωή, αφού «τα μάθαμε όλα», «τα ξέρουμε όλα», και δεν μας ενδιαφέρει και τόσο πολύ ποια είναι η άποψη των άλλων για τις δικές μας έρευνες. Αν δεν συμφωνούν μαζί μας, εννοείται πως είναι σαχλοί και δεν καταλαβαίνουν πόσο εξαιρετικά «έξυπνοι» είμαστε εμείς.

Αυτό το φαινόμενο δεν είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι μόνο της ακαδημαϊκής ζωής, αφού στις μέρες μας, δυστυχώς, πέφτουμε πάνω του σχεδόν καθημερινά οπουδήποτε στην κοινωνία μας. Αυτό το φαινόμενο λαμβάνει χώρα στις πολιτικές συζητήσεις, στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, στην ανταλλαγή μηνυμάτων στα κοινωνικά δίκτυα, ακόμη και κατά τη διάρκεια ξέγνοιαστων συζητήσεων σε καφετέριες. Η Αθηνά, ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας μοιράζονται τις απόψεις τους, τις σκέψεις τους, τις εμπειρίες τους και τα συμπεράσματά τους χωρίς να προσπαθούν να δείξουν ότι είναι παντογνώστες. Μια ένδειξη αυτού του γεγονότος είναι η φυσιολογική συζήτηση στην οποία ρωτάμε και απαντάμε, αλλά επίσης αναρωτιόμαστε εάν οι απόψεις μας έχουν γίνει αποδεκτές και ενδιαφερόμαστε με ειλικρίνεια και σοβαρότητα για την άποψη των άλλων. Ακόμη κι αν δεν συμφωνεί κανείς με τις θέσεις ή τις απόψεις του κάθε χαρακτήρα του έργου, μπορεί αναμφισβήτητα να διευρύνει τους ορίζοντές του με αυτήν τη συζήτηση που ανοίγει πολλές πόρτες.  Ο «τριάλογος», όπως αρέσκομαι να τον αποκαλώ, μεταξύ της Αθηναΐδος, του Μενέλαου και του Οδυσσέα, βρίσκεται αρκετά κοντά, αν όχι ακριβώς, σε ένα πρότυπο υγιούς συζήτησης δίχως επιβεβλημένους μονολόγους.

Ως άνθρωπος που αναγκάστηκε να ζήσει την πολυεθνικότητα σε έναν κόσμο όπου επιβάλλεται η παγκοσμιοποίηση, συμφωνώ 100% με την έκπληξη του Μενέλαου για την ύπαρξη Ελλήνων στην Ελλάδα που θεωρούν ότι είναι «εθνικιστικό» να ασχολείται κανείς με τη μητρική του γλώσσα. Ουσιαστικά θα δηλώσω ότι είμαι και πιο ακραίος από τον Μενέλαο, αφού πιστεύω ακράδαντα ότι οποιαδήποτε γλώσσα μπορεί πανεύκολα να μετατραπεί στον κύριο πάθος οποιουδήποτε ανθρώπου που ενδιαφέρεται ειλικρινά για το λεξιλόγιό της, για τη δομή της και για τους ανθρώπους που τη μιλάνε. Υποστηρίζω αυτό το πάθος για τη γλώσσα πέρα από τις παγίδες της πλύσης εγκεφάλου και των ανοησιών από ιδεολογήματα που διαδίδονται ασταμάτητα στις μέρες μας, ιδίως μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.

Η έρευνα των συζητούντων είναι κατά κάποιον τρόπο ένα ταξίδι προς μια αρχή, εν μέρει άγνωστη, εν μέρει γνωστή, προς την αναζήτηση μιας αλήθειας. Ορμώμενος από τα λόγια του Μενέλαου «εμείς διαβάζουμε και νομίζουμε ότι γνωρίζουμε», θα εκφράσω τη δική μου σκέψη. Παραφράζοντας τον Μενέλαο, θα έλεγα: «κοιτάζοντας τις οθόνες των κινητών μας, δεν σκεφτόμαστε, δεν νομίζουμε, αλλά ξέρουμε με σιγουριά ότι γνωρίζουμε τα πάντα». Στην εποχή μας, μερικές φορές δεν μπορούμε παρά να αναρωτιόμαστε σε ποιους τομείς η έρευνα είναι αληθινή και πραγματική. Το μεγάλο σύγχρονο ερώτημα είναι: «Τι μπορεί κανείς πραγματικά να ερευνήσει σε μια εποχή στην οποία έχουν θολώσει τα σύνορα μεταξύ αλήθειας και ψέματος και μεταξύ ειδήσεων και προπαγάνδας;»

Σκεπτόμενος τα λόγια της Αθηναΐδος σχετικά με τους ανθρώπους που για τον έναν ή για τον άλλον λόγο είναι εξαιρέσεις στις κοινωνίες τους, μου ήταν πανεύκολο να ακούω τις πληροφορίες της φίλης της, της Γεωργίας, αναγνωρίζοντας στον εαυτό μου, καθώς και σε αρκετούς φίλους και γνωστούς μου, παρόμοια χαρακτηριστικά. Τα συμπεράσματα αυτής της συζήτησης δεν λέγονται πάντα ξεκάθαρα, αλλά ο συγγραφέας δείχνει εμπιστοσύνη στους αναγνώστες ότι θα είναι αρκετά διεισδυτικοί, ώστε να ακολουθήσουν τη ροή της ανταλλαγής των ιδεών και να καταλάβουν, όπως έχουν καταλάβει η Αθηναΐς, ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας, πως δεν υπάρχει μία και μόνο επιστήμη, αφού οι επιστήμες συσχετίζονται η μία με την άλλη. Μέσα στη συζήτηση γίνεται αναφορά στην αρχαία μαντική τέχνη της σπλαχνοσκοπίας και σε γραφόμενα του Πλάτωνα σχετικά με τις διαισθητικές ιδιότητες των οργάνων του ανθρώπινου σώματος.  Αυτό που μου άρεσε είναι ο σωστός συνδυασμός του σώματος με την ψυχή και του νου με τη σκέψη, μολονότι ως χορτοφάγος ενοχλούμαι από αναφορές στις θυσίες των ζώων.

Παρατηρώντας μερικά σχόλια της Αθηναΐδος σχετικά με τον στερεοτυπικό τρόπο σκέψης που υπάρχει στην Ελλάδα, και όχι μόνο στην Ελλάδα, για τους Εβραίους, προβληματίστηκα αρκετά. Ο λόγος ήταν πως κατάλαβα, μέσα από την εμπειρία μου ως καθηγητής της εβραϊκής γλώσσας, ότι πολλές φορές υπάρχει ένα μεγάλο μπέρδεμα μεταξύ των τεσσάρων διαφορετικών όρων: «Εβραίος», «Ιουδαίος», «Ισραηλινός» και «Σιωνιστής». Aκριβώς όπως ο Έλληνας δεν είναι απαραιτήτως υπήκοος ενός συγκεκριμένου κράτους, μέλος μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής κοινότητας ή υποστηρικτής μιας συγκεκριμένης πολιτικής αντίληψης, έτσι δεν είναι σωστό να χαρακτηρίσουμε άλλο άτομο από άλλη χώρα ή από άλλον λαό σαν να ήμασταν ειδικοί του έθνους του, της γλώσσας του, της θρησκείας του ή των ιδεολογικών του απόψεων. Πέραν της προβληματικής περί της ταυτότητας, ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο, μου ήρθαν και άλλες σκέψεις που άπτονται του θέματος της πολιτικής διαχείρισης των ανθρώπων.

Ζώντας σε έναν κόσμο που, τουλάχιστον θεωρητικά, γίνεται κάθε φορά «καλύτερος» και «πιο σύγχρονος», αλλά που ουσιαστικά ταΐζει τον άνθρωπο καθημερινά με καινούργιους φόβους και με ειδήσεις για πολέμους, μίσος, εχθρότητα και βία, στέκομαι σε κάτι. Οι συζητήσεις της Αθηναΐδος και του Μενέλαου περί της ελευθερίας και της δουλείας με κάνουν να συλλογίζομαι τον τρόπο με τον οποίο η βία καταλαμβάνει τη σύγχρονη κοινωνία μας. Πώς αλλιώς να ενθαρρύνονται άραγε οι άνθρωποι σε περισσότερη χρήση φαρμάκων και όπλων; Με ανησυχεί συχνά το γεγονός ότι τέτοιες τακτικές μπορούν εύκολα να μας οδηγήσουν, ο μη γένοιτο, σε καταστροφικές επιπτώσεις.

Αφού διάβασα το βιβλίο από την αρχή ως το τέλος, έμαθα πολλά όχι μόνο για την προσωπικότητα των ατόμων που παίρνουν μέρος στη συζήτηση, αλλά και για τις απόψεις τους και για τους τομείς των ερευνών τους. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι συζητούντες είναι διανοούμενα άτομα, αλλά ο σκοπός της έρευνάς τους δεν είναι να αποδείξουν κάποια επιστημονική θεωρία, παρά να διερωτηθούν. Πρόκειται για ένα έργο που μπορεί να τραβήξει το ενδιαφέρον ατόμων που ασχολούνται με πολλές και διαφορετικές επιστήμες, αλλά όχι προς εξάντληση των ζητημάτων με επιστημονικό τρόπο. Συνεπώς, θα χαρακτήριζα το εν λόγω έργο ως ένα επιστημονικό εγχειρίδιο και όχι ως ένα καθαρά λογοτεχνικό έργο. Θεωρώ ότι είναι μια ωραία πόρτα σκέψης για δασκάλους και καθηγητές, σπουδαστές και απόφοιτους ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, καθώς και για οποιονδήποτε άνθρωπο που δεν έχει πάψει να συλλογίζεται.



GREEK POETRY translated by Saari to Hebrew
GREEK PROSE translated by Saari to Hebrew
Rami Saari’s page

Skip to content